- συναγωγὰς
- синагогисинагоге
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συναγωγάς — συναγωγά̱ς , συναγωγή a bringing together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… … Dictionary of Greek
φυλακίζω — ΝΜΑ [φύλαξ, ακος] κλείνω κάποιον στη φυλακή (α. «φυλάκισαν δεκάδες αθώων» β. «ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας εἰς σέ», ΚΔ γ. «ἄξιος μὲν γὰρ ἐκεῑνος στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει», ΠΔ) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek